- πρόβαλλε
- προβάλλωthrowpres imperat act 2nd sgπροβάλλωthrowimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρακαταβολή — ἡ, Α [παρακαταβάλλω] 1. (αττ. δίκ.) χρηματικό ποσό που καταβαλλόταν κατά την αθηναϊκή νομοθεσία στο αρχείον* από τον ενάγοντα που πρόβαλλε αξιώσεις, προτού αρχίσει η διεξαγωγή μιας κληρονομικής δίκης, ποσό που πιθανώς ήταν ίσο με το ένα δέκατο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Μανδηλαράς, Νικηφόρος — (Νάξος 1928 – Ρόδος 1967). Νομικός και δημοσιογράφος. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Παράλληλα με την άσκηση της δικηγορίας, ασχολήθηκε και με τη δημοσιογραφία, το 1963 μάλιστα εξέδωσε τα Ναξιακά Χρονικά και στη συνέχεια Κυκλαδικά… … Dictionary of Greek
Ολίβιε, Λόρενς — (Laurence Olivier, Ντόρκινγκ, Λονδίνο 1907 – 1989). Άγγλος ηθοποιός και σκηνοθέτης του θεάτρου και του κινηματογράφου. Τελείωσε τις σπουδές του στην Οξφόρδη και το 1926 πραγματοποίησε την πρώτη του εμφάνιση στο Repertory Theatre του Μπίρμιγχαμ. Η … Dictionary of Greek
Φρόελιχ, Καρλ — (Froelich, Βερολίνο 1875 – 1953). Γερμανός σκηνοθέτης και παραγωγός κινηματογραφικών ταινιών. Υπήρξε ένας από τους πρωτοπόρους του γερμανικού κινηματογράφου, ξεκινώντας τη δεκαετία του ‘20. Πρόβαλλε την ηθοποιό Χένι Πόρτεν και βοήθησε στην… … Dictionary of Greek